Greek Meaning of disseizure
κατάσχεση
Other Greek words related to κατάσχεση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of disseizure
- dissemblance => προσποίηση
- dissemble => προσποιούμενος
- dissembled => προσποιημένος
- dissembling => προσποιούμενος
- disseminate => Διαδίδω
- disseminated => διαδεδομένος
- disseminated lupus erythematosus => Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- disseminated multiple sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας
- disseminated sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας
- disseminating => διασπείροντας
Definitions and Meaning of disseizure in English
disseizure (n.)
Disseizin.
FAQs About the word disseizure
κατάσχεση
Disseizin.
No synonyms found.
No antonyms found.
disseizoress => δήμευση, disseizor => Αποστερητής, disseizing => αφαίρεση, disseizin => Aπαλλοτρίωση, disseizee => εκτοπισμένος,