Greek Meaning of dislodgement
εκτόπιση
Other Greek words related to εκτόπιση
Nearest Words of dislodgement
Definitions and Meaning of dislodgement in English
dislodgement (n)
forced removal from a position of advantage
FAQs About the word dislodgement
εκτόπιση
forced removal from a position of advantage
τραβώ,αφαιρώ,αναληψη,αποστερέω,εκτοπίζω,ζωγραφίζω,απόσπασμα,αφηρημένος,προϋπολογισμός,σαφής
άγκυρα,Κλιπ,επισκευή,τοποθετώ,ασφαλής,σετ,ενσωματώνω,οχυρώνομαι,εμπόδιο,ενσωματώνω
dislodged => μετατοπίστηκε, dislodge => απομακρύνω, dislocation => εξάρθρωση, dislocating => εξάρθρωση, dislocated => εξαρθρωμένος,