FAQs About the word dietine

Διατροφή

A subordinate or local assembly; a diet of inferior rank.

No synonyms found.

No antonyms found.

dietician => Διαιτολόγος, dietical => διαιτητικός, dietic => διαιτητικός, diethylstilboestrol => διαιθυλοστιλβαιστρόλη, diethylstilbestrol => Διαιθυλοστιλβεστρόλη,