Greek Meaning of diabetical
διαβητικός
Other Greek words related to διαβητικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of diabetical
- diabetic retinopathy => Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια
- diabetic diet => Διαβητική δίαιτα
- diabetic coma => Διαβητικό κώμα
- diabetic acidosis => Διαβητική οξέωση
- diabetic => διαβητικός
- diabetes mellitus => διαβήτης
- diabetes insipidus => Διαβήτης άναυρος
- diabetes => Διαβήτης
- diabeta => διαβήτης
- diabatic => αδιαβατικό
Definitions and Meaning of diabetical in English
diabetical (a.)
Pertaining to diabetes; as, diabetic or diabetical treatment.
FAQs About the word diabetical
διαβητικός
Pertaining to diabetes; as, diabetic or diabetical treatment.
No synonyms found.
No antonyms found.
diabetic retinopathy => Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, diabetic diet => Διαβητική δίαιτα, diabetic coma => Διαβητικό κώμα, diabetic acidosis => Διαβητική οξέωση, diabetic => διαβητικός,