Greek Meaning of detergence
απορρυπαντικό
Other Greek words related to απορρυπαντικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of detergence
- detergency => απορρυπαντική ικανότητα
- detergent => απορρυπαντικό
- detergent builder => Βελτιωτικό απορρυπαντικού
- deterging => απορρυπαντικό
- deteriorate => επιδεινώνω
- deteriorated => επιδεινωμένο
- deteriorating => Επιδεινούμενος
- deterioration => επιδείνωση
- deteriority => επιδείνωση
- determent => εμπόδιο
Definitions and Meaning of detergence in English
detergence (n)
detergent quality; the quality of having cleansing power
FAQs About the word detergence
απορρυπαντικό
detergent quality; the quality of having cleansing power
No synonyms found.
No antonyms found.
deterged => Απορρυπαντικό, deterge => καθαρίζω, deter => αποτρέπω, detention house => Κέντρο κράτησης, detention home => αναμορφωτήριο,