Greek Meaning of denominational
ομολογιακός
Other Greek words related to ομολογιακός
- ονομασία
- ονομασία
- ψευδώνυμο
- όνομα
- ονοματολογία
- Τίτλος
- κοινό όνομα
- πανό
- χριστιανικό όνομα
- επώνυμο
- προσφώνηση
- συνδήλωση
- επίθετο
- επώνυμο
- λαβή
- παρατσούκλι
- ψευδώνυμο
- ψευδώνυμο
- επώνυμο
- alias
- όνομα βαπτίσεως
- Δίπολο
- Επωνυμία
- ψευδώνυμο
- μικρός
- Όνομα
- Ονομα
- βαφτιστικό όνομα
- υποκοριστικό
- ετικέτα
- Πατρικό επώνυμο
- μητρώνυμο
- Δεύτερο όνομα
- Λανθασμένη ονομασία
- Μονόποδο
- Πολεμικό όνομα
- Ψευδώνυμο
- πατρώνυμο
- Ψευδώνυμο
- ρουμπρίκα
- παρατσούκλι
- ψευδώνυμο
- ετικέτα
- Εμπορική ονομασία
- εμπορικό σήμα
- Ασήμαντο όνομα
- Προςταγές
Nearest Words of denominational
Definitions and Meaning of denominational in English
denominational (a)
relating to or characteristic of a particular religious denomination
relating to the face value of a banknote, coin, or stamp
denominational (s)
adhering or confined to a particular sect or denomination
denominational (a.)
Pertaining to a denomination, especially to a sect or society.
FAQs About the word denominational
ομολογιακός
relating to or characteristic of a particular religious denomination, relating to the face value of a banknote, coin, or stamp, adhering or confined to a partic
ονομασία,ονομασία,ψευδώνυμο,όνομα,ονοματολογία,Τίτλος,κοινό όνομα,πανό,χριστιανικό όνομα,επώνυμο
No antonyms found.
denomination => δόγμα, denominating => ονομαστικός, denominated => ονομαστική αξία, denominate => ονομάζω, denominable => ονομαζόμενη,