FAQs About the word demency

άνοια

Dementia; loss of mental powers. See Insanity.

No synonyms found.

No antonyms found.

demeclocycline hydrochloride => Δεμεκλοκυκλίνης υδροχλωρική, demeanure => Συμπεριφορά, demeanour => Συμπεριφορά, demeanor => συμπεριφορά, demeaningly => ταπεινωτικά,