FAQs About the word decayer

παρακμασμένος

A causer of decay.

σαπισμένο,επιδείνωση,εξασθένιση,αποδυνάμωση,κλίση,πτώση,εκφυλισμός,εξάντληση,ατροφία,κατάβαση

βελτίωση,Πρόοδος,ανάκαμψη,ανάρρωση,Αποκατάσταση,αναζωογόνηση,επιστροφή,συγκέντρωση,ενδυνάμωση,αναζωογόνηση

decayed => φθαρμένο, decayable => φθαρτός, decay => παρακμή, decatur => ντεκάτουρ, decatoic => δεκανοϊκό οξύ,