Greek Meaning of database

βάση δεδομένων

Other Greek words related to βάση δεδομένων

Definitions and Meaning of database in English

Wordnet

database (n)

an organized body of related information

FAQs About the word database

βάση δεδομένων

an organized body of related information

άρθρο,πληροφορίες,συνιστώσα,συστατικό,δεδομένο,λεπτομέρεια,γεγονός,συστατικό,αντικείμενο,Γνώση

σφάλμα,παραλογισμός,Παρανόηση,μύθος,ψεύδος,ανακρίβεια,ανακριβής δήλωση

data track => δίαυλος δεδομένων, data system => Σύστημα δεδομένων, data structure => Δομή δεδομένων, data rate => ρυθμός δεδομένων, data processor => Επεξεργαστής δεδομένων,