Greek Meaning of corneal
κερατοειδής
Other Greek words related to κερατοειδής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of corneal
- corneal graft => κερατοπλαστική
- corneal transplant => Μεταμόσχευση κερατοειδούς
- corned => Νιτρικά άλατα
- corned beef => Κορν μπιφ
- corned beef hash => Κορντσ μπιφ τεμαχισμένο
- corneille => Κόρακας
- cornel => κρανιά
- cornelia otis skinner => Κορνηλία Ότις Σκίνερ
- cornelian => καρνεόλη
- cornelian cherry => κρανιά
Definitions and Meaning of corneal in English
corneal (a)
of or related to the cornea
FAQs About the word corneal
κερατοειδής
of or related to the cornea
No synonyms found.
No antonyms found.
cornea => Κερατοειδής, corncrib => σιτοβολώνας, corncrake => ορτυκομάχος, corncob => Στάχυ αραβοσίτου, cornbread => Αρτοσίτι από καλαμπόκι,