Greek Meaning of congregationalist
κονγκρεγκασιοναλιστής
Other Greek words related to κονγκρεγκασιοναλιστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of congregationalist
- congregationalism => Κογkρεγκάσιον
- congregational church => Συγκροτησιακή εκκλησία
- congregational christian church => Συγκροτησιακή Χριστιανική Εκκλησία
- congregational => συναγωγικός
- congregation of the inquisition => Ιερά Εξέταση
- congregation => Εκκλησία
- congregating => συγκέντρωση
- congregate => συγκεντρώνω
- congregant => ενορίτης
- congratulatory => συγχαρητήριος
- congress => συνέδριο
- congress boot => Μπότα του Κογκρέσου
- congress gaiter => Βηματισμός συνεδρίου
- congress of industrial organizations => Συνέδριο βιομηχανικών οργανώσεων
- congress of racial equality => Συνέδριο Φυλετικής Ισότητας
- congress shoe => Παπούτσι κονγκρέσου
- congressional => συνέδριο
- congressional district => Εκλογική περιφέρεια
- congressional medal of honor => Μετάλλιο Τιμής του Κογκρέσου
- congressional record => Κογκρεσσιακό αρχείο
Definitions and Meaning of congregationalist in English
congregationalist (n)
a member of the Congregational Church
congregationalist (a)
of or pertaining to or characteristic of a Congregational church
FAQs About the word congregationalist
κονγκρεγκασιοναλιστής
a member of the Congregational Church, of or pertaining to or characteristic of a Congregational church
No synonyms found.
No antonyms found.
congregationalism => Κογkρεγκάσιον, congregational church => Συγκροτησιακή εκκλησία, congregational christian church => Συγκροτησιακή Χριστιανική Εκκλησία, congregational => συναγωγικός, congregation of the inquisition => Ιερά Εξέταση,