FAQs About the word cloven

σχισμένος

(used of hooves) split, dividedof Cleave, from Cleave, v. t.

προσκολλώμαι,προσκολλάω,ραβδί,Κόλλα,λαξεύω,δέσιμο,Συνεκτικός,δένω,ασφάλεια,ενωθείτε

σταγόνα,πτώση,χαλαρώνω

clove tree => Γαριφαλιά, clove pink => γαρύφαλλο, clove oil => Σταγόνες γαρύφαλλου, clove hitch => Γαρυφαλλόκομπος, clove => Γαρύφαλλο,