FAQs About the word clausure

Μονή

The act of shutting up or confining; confinement.

No synonyms found.

No antonyms found.

clausular => καυσαλικός, claustrum => κλάουστρουμ, claustrophobic => Κλειστοφοβικός, claustrophobia => κλειστοφοβία, claustrophobe => Κλαουστροφοβικός,