Greek Meaning of chroma

χρωμα

Other Greek words related to χρωμα

Definitions and Meaning of chroma in English

Wordnet

chroma (n)

chromatic purity: freedom from dilution with white and hence vivid in hue

FAQs About the word chroma

χρωμα

chromatic purity: freedom from dilution with white and hence vivid in hue

φωτεινότητα,χρωματικότητα,αντίθεση,ελαφρότητα,Κορεσμός,Αξία,Χρωματισμός,Χρωματισμός,Απόχρωση,Χρωματισμός

Αχρωμασία

christ's-thorn => Ακάνθινος, christ's resurrection => Ανάσταση του Χριστού, christopher william bradshaw isherwood => Κρίστοφερ Ουίλιαμ Μπράντσοου Ίσεργουντ, christopher marlowe => Κρίστοφερ Μάρλοου, christopher isherwood => Κρίστοφερ Ίσεργουντ,