Greek Meaning of chemical element
χημικό στοιχείο
Other Greek words related to χημικό στοιχείο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chemical element
- chemical diabetes => Χημικός διαβήτης
- chemical defense => χημική άμυνα
- chemical defence => χημική άμυνα
- chemical decomposition reaction => Χημική αντίδραση αποσύνθεσης
- chemical compound => Χημική ένωση
- chemical change => Χημική αλλαγή
- chemical chain => Χημική αλυσίδα
- chemical bond => Χημικός δεσμός
- chemical balance => χημική ισορροπία
- chemical attraction => χημική έλξη
- chemical energy => χημική ενέργεια
- chemical engineering => χημική μηχανική
- chemical equilibrium => Χημική ισορροπία
- chemical formula => Χημικός τύπος
- chemical group => χημική ομάδα
- chemical industry => Χημική βιομηχανία
- chemical irritant => Χημικός ερεθιστής
- chemical mechanism => Χημικός μηχανισμός
- chemical notation => Χημικός συμβολισμός
- chemical operations => Χημικές επιχειρήσεις
Definitions and Meaning of chemical element in English
chemical element (n)
any of the more than 100 known substances (of which 92 occur naturally) that cannot be separated into simpler substances and that singly or in combination constitute all matter
FAQs About the word chemical element
χημικό στοιχείο
any of the more than 100 known substances (of which 92 occur naturally) that cannot be separated into simpler substances and that singly or in combination const
No synonyms found.
No antonyms found.
chemical diabetes => Χημικός διαβήτης, chemical defense => χημική άμυνα, chemical defence => χημική άμυνα, chemical decomposition reaction => Χημική αντίδραση αποσύνθεσης, chemical compound => Χημική ένωση,