Greek Meaning of chain pickerel
λουτσιοπέτης
Other Greek words related to λουτσιοπέτης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chain pickerel
- chain of mountains => Οροσειρά
- chain mail => Aλυσιδωτός θώρακας
- chain lightning => Αλυσιδωτή αστραπή
- chain letter => αλυσίδα επιστολών
- chain gang => συμμορία αλυσίδων
- chain fern => Αλυσίδα (φυτό)
- chain armour => Αλυσιδωτή πανοπλία
- chain armor => Αλυσιδωτή πανοπλία
- chain => αλυσίδα
- chaim weizmann => Chaim Weizmann
- chain pike => Αλυσοξυστό
- chain printer => Εκτυπωτής αλυσίδας
- chain pump => Αλυσίδα αντλίας
- chain reaction => Αλυσιδωτή αντίδραση
- chain reactor => Αλυσιδωτή αντίδραση
- chain saw => Αλυσοπρίονο
- chain stitch => Αλυσίδα
- chain store => Αλυσίδα καταστημάτων
- chain tie => αλυσίδα γραβάτα
- chain tongs => Τανάλια αλυσίδας
Definitions and Meaning of chain pickerel in English
chain pickerel (n)
common in quiet waters of eastern United States
FAQs About the word chain pickerel
λουτσιοπέτης
common in quiet waters of eastern United States
No synonyms found.
No antonyms found.
chain of mountains => Οροσειρά, chain mail => Aλυσιδωτός θώρακας, chain lightning => Αλυσιδωτή αστραπή, chain letter => αλυσίδα επιστολών, chain gang => συμμορία αλυσίδων,