Greek Meaning of chain fern
Αλυσίδα (φυτό)
Other Greek words related to Αλυσίδα (φυτό)
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chain fern
- chain gang => συμμορία αλυσίδων
- chain letter => αλυσίδα επιστολών
- chain lightning => Αλυσιδωτή αστραπή
- chain mail => Aλυσιδωτός θώρακας
- chain of mountains => Οροσειρά
- chain pickerel => λουτσιοπέτης
- chain pike => Αλυσοξυστό
- chain printer => Εκτυπωτής αλυσίδας
- chain pump => Αλυσίδα αντλίας
- chain reaction => Αλυσιδωτή αντίδραση
Definitions and Meaning of chain fern in English
chain fern (n)
a fern of the genus Woodwardia having the sori in chainlike rows
FAQs About the word chain fern
Αλυσίδα (φυτό)
a fern of the genus Woodwardia having the sori in chainlike rows
No synonyms found.
No antonyms found.
chain armour => Αλυσιδωτή πανοπλία, chain armor => Αλυσιδωτή πανοπλία, chain => αλυσίδα, chaim weizmann => Chaim Weizmann, chaim soutine => Chaïm Soutine,