Greek Meaning of cervical canal
Τραχηλικός σωλήνας
Other Greek words related to Τραχηλικός σωλήνας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cervical canal
- cervical cap => Κολπικός δακτύλιος
- cervical disc syndrome => Σύνδρομο δισκοκήλης αυχένα
- cervical glands => αυχενικοί αδένες
- cervical glands of the uterus => Αδένες τραχήλου της μήτρας
- cervical nerve => Τραχηλικός νεύρο
- cervical plexus => Αυχενική πλέξη
- cervical root syndrome => Σύνδρομο αυχενικής ρίζας
- cervical smear => τεστ Παπανικολάου
- cervical vein => Τραχηλική φλέβα
- cervical vertebra => Αυχενικός σπόνδυλος
Definitions and Meaning of cervical canal in English
cervical canal (n)
a spindle-shaped canal extending from the uterus to the vagina
FAQs About the word cervical canal
Τραχηλικός σωλήνας
a spindle-shaped canal extending from the uterus to the vagina
No synonyms found.
No antonyms found.
cervical artery => Καρωτιδική αρτηρία, cervical => τραχηλικός, cervelat => Σερβελικό λουκάνικο, cervantite => θειούχος μόλυβδος, cervantes saavedra => Θερβάντες Σααβέδρα,