Greek Meaning of centrepiece
Κεντρικό κομμάτι
Other Greek words related to Κεντρικό κομμάτι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of centrepiece
- centrefold => η σελίδα της μέσης
- centred => κεντραρισμένο
- centreboard => Κεντρικό ξίφος
- centrebit => κεντροφρέζα
- centre stage => στο κέντρο της σκηνής
- centre spread => Αντιμέτωπη σελίδα
- centre of mass => κέντρο μάζας
- centre of immersion => Κέντρο κατάδυσης
- centre of gravity => κέντρο βάρους
- centre of flotation => Κέντρο πλευστότητας
- centrex => Κεντρικό γραφείο
- centric => κεντρικός
- centrical => κεντρικός
- centricity => κεντρικότητα
- centrifugal => φυγοκεντρική
- centrifugal filter => Φίλτρο φυγοκέντρησης
- centrifugal force => φυγόκεντρος δύναμη
- centrifugal pump => Φυγόκεντρη αντλία
- centrifugate => φυγοκεντρητός
- centrifugation => φυγοκέντρηση
Definitions and Meaning of centrepiece in English
centrepiece (n)
the central or most important feature
something placed at the center of something else (as on a table)
centrepiece (n.)
An ornament to be placed in the center, as of a table, ceiling, atc.; a central article or figure.
FAQs About the word centrepiece
Κεντρικό κομμάτι
the central or most important feature, something placed at the center of something else (as on a table)An ornament to be placed in the center, as of a table, ce
No synonyms found.
No antonyms found.
centrefold => η σελίδα της μέσης, centred => κεντραρισμένο, centreboard => Κεντρικό ξίφος, centrebit => κεντροφρέζα, centre stage => στο κέντρο της σκηνής,