Greek Meaning of casework
κοινωνική εργασία
Other Greek words related to κοινωνική εργασία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of casework
- caseum => Κασεώδες
- case-to-infection ratio => Λόγος περίπτωσης-μόλυνσης
- case-to-infection proportion => Αναλογία περιστατικών προς μόλυνση
- casern => Στρατόπεδο
- caseous => τυρώδης
- caseose => τυρώδης
- casemented => με παράθυρα
- casement window => Παράθυρο τζαμαρίας
- casement => παράθυρο
- casemated => καзеματισμένο
Definitions and Meaning of casework in English
casework (n)
close sociological study of a maladjusted person or family for diagnosis and treatment
FAQs About the word casework
κοινωνική εργασία
close sociological study of a maladjusted person or family for diagnosis and treatment
No synonyms found.
No antonyms found.
caseum => Κασεώδες, case-to-infection ratio => Λόγος περίπτωσης-μόλυνσης, case-to-infection proportion => Αναλογία περιστατικών προς μόλυνση, casern => Στρατόπεδο, caseous => τυρώδης,