Greek Meaning of carman
καραβανιστής
Other Greek words related to καραβανιστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of carman
- carmaker => αυτοκινητοβιομηχανία
- carmagnole => Καρμανιόλα
- carlyle => Καρλάιλ
- carlsbad caverns national park => Εθνικό Πάρκο Σπηλαίων Κάρλσμπαντ
- carlsbad caverns => Σπήλαια Κάρλσμπαντ
- carlsbad => Κάρλσμπαντ
- carlovingian dynasty => Δυναστεία των Καρολιδών
- carlovingian => Καρολίνγιος
- carlot => Αντιπροσωπεία αυτοκινήτων
- carlos the jackal => Κάρλος ο Τσακάλι
Definitions and Meaning of carman in English
carman (n.)
A man whose employment is to drive, or to convey goods in, a car or car.
FAQs About the word carman
καραβανιστής
A man whose employment is to drive, or to convey goods in, a car or car.
No synonyms found.
No antonyms found.
carmaker => αυτοκινητοβιομηχανία, carmagnole => Καρμανιόλα, carlyle => Καρλάιλ, carlsbad caverns national park => Εθνικό Πάρκο Σπηλαίων Κάρλσμπαντ, carlsbad caverns => Σπήλαια Κάρλσμπαντ,