Greek Meaning of cardiorespiratory
καρδιοαναπνευστικός
Other Greek words related to καρδιοαναπνευστικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cardiorespiratory
- cardiopulmonary resuscitation => Καρδιοπνευμονική ανάνηψη
- cardiopulmonary exercise => Καρδιοπνευμονική άσκηση
- cardiopulmonary arrest => καρδιοαναπνευστική ανακοπή
- cardiopulmonary => Καρδιοπνευμονικό
- cardiopathy => καρδιοπάθεια
- cardiomyopathy => Καρδιομυοπάθεια
- cardiometry => καρδιομετρία
- cardiomegaly => Καρδιομεγαλία
- cardiology => καρδιολογία
- cardiologist => Καρδιολόγος
- cardiosclerosis => Καρδιοσκλήρωση
- cardiospasm => Καρδιοσπασμός
- cardiospermum => Φυτό με καρδιές
- cardiospermum grandiflorum => Φυσαλίδα
- cardiospermum halicacabum => Καρδιοσπέρμιο το αλιόκαμπο
- cardiosphygmograph => Καρδιοσφυγμογράφος
- cardiovascular => Καρδιαγγειακό
- cardiovascular disease => Καρδιαγγειακή νόσος
- cardiovascular system => Καρδιαγγειακό σύστημα
- carditis => Καρδίτιδα
Definitions and Meaning of cardiorespiratory in English
cardiorespiratory (a)
of or pertaining to or affecting both the heart and the lungs and their functions
FAQs About the word cardiorespiratory
καρδιοαναπνευστικός
of or pertaining to or affecting both the heart and the lungs and their functions
No synonyms found.
No antonyms found.
cardiopulmonary resuscitation => Καρδιοπνευμονική ανάνηψη, cardiopulmonary exercise => Καρδιοπνευμονική άσκηση, cardiopulmonary arrest => καρδιοαναπνευστική ανακοπή, cardiopulmonary => Καρδιοπνευμονικό, cardiopathy => καρδιοπάθεια,