Greek Meaning of carbon monoxide poisoning
Μόλυνση με μονοξείδιο του άνθρακα
Other Greek words related to Μόλυνση με μονοξείδιο του άνθρακα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of carbon monoxide poisoning
- carbon monoxide gas => Μονοξείδιο του άνθρακα
- carbon monoxide => Μονοξείδιο του άνθρακα
- carbon disulfide => Δισουλφίδιο του άνθρακα
- carbon dioxide acidosis => Οξέωση διοξειδίου του άνθρακα
- carbon dioxide => Διοξείδιο του άνθρακα
- carbon dichloride => Δυχλωριούχο μεθάνιο
- carbon dating => χρονολόγηση με άνθρακα 14
- carbon cycle => κύκλος του άνθρακα
- carbon copy => Αντίγραφο με άνθρακα
- carbon atom => Άτομο άνθρακα
- carbon nanotube => Νανοσωλήνας άνθρακα
- carbon paper => Ανθρακικό χαρτί
- carbon process => Διαδικασία άνθρακα
- carbon steel => Ανθρακούχος χάλυβας
- carbon tet => Τετραχλωράνθρακας
- carbon tetrachloride => Τετραχλωράνθρακας
- carbon tetrahalide => Τετραλογονίδιο του άνθρακα
- carbon transmitter => Ανθρακικός μεταδότης
- carbon-14 dating => Χρονολόγηση άνθρακα-14
- carbonaceous => ανθρακούχος
Definitions and Meaning of carbon monoxide poisoning in English
carbon monoxide poisoning (n)
a toxic condition that results from inhaling and absorbing carbon monoxide gas
FAQs About the word carbon monoxide poisoning
Μόλυνση με μονοξείδιο του άνθρακα
a toxic condition that results from inhaling and absorbing carbon monoxide gas
No synonyms found.
No antonyms found.
carbon monoxide gas => Μονοξείδιο του άνθρακα, carbon monoxide => Μονοξείδιο του άνθρακα, carbon disulfide => Δισουλφίδιο του άνθρακα, carbon dioxide acidosis => Οξέωση διοξειδίου του άνθρακα, carbon dioxide => Διοξείδιο του άνθρακα,