Greek Meaning of carbon monoxide poisoning

Μόλυνση με μονοξείδιο του άνθρακα

Other Greek words related to Μόλυνση με μονοξείδιο του άνθρακα

No Synonyms and anytonyms found

Definitions and Meaning of carbon monoxide poisoning in English

Wordnet

carbon monoxide poisoning (n)

a toxic condition that results from inhaling and absorbing carbon monoxide gas

FAQs About the word carbon monoxide poisoning

Μόλυνση με μονοξείδιο του άνθρακα

a toxic condition that results from inhaling and absorbing carbon monoxide gas

No synonyms found.

No antonyms found.

carbon monoxide gas => Μονοξείδιο του άνθρακα, carbon monoxide => Μονοξείδιο του άνθρακα, carbon disulfide => Δισουλφίδιο του άνθρακα, carbon dioxide acidosis => Οξέωση διοξειδίου του άνθρακα, carbon dioxide => Διοξείδιο του άνθρακα,