Greek Meaning of carbines
Καραμπίνες
Other Greek words related to Καραμπίνες
- αρκεβούζιο
- αυτόματος
- Μπλάντερμπους
- οπισθογεμή
- καριοφίλια
- πυροβόλα όπλα με πυρόλιθο
- πολυβόλα
- Πολυβόλα
- Μπαρουτοπιστόλους
- τυφέκια
- αναμεταδόσεις
- τουφέκια
- καραμπίνες
- Λειόκαννα όπλα
- Υποπολυβόλα
- κολουβρίνες
- ντερένγκερ
- Πεδινά πυροβόλα
- αρκεβούζια
- περίστροφα
- Ημιαυτόματα
- Πολυβόλα Τόμσον
- όπλα
- καπέλα
- ράβδοι
- Αυτόφορτοι
- six-guns
- Περίστροφα
- Ελαφρά όπλα
Nearest Words of carbines
- carbon copies => Αντίγραφα άνθρακα
- carbons => Άνθρακες
- carcanets => σκουλαρίκι
- cardboardy => χαρτονένιος
- cardinal virtues => Τέσσερις θεμελιώδεις αρετές
- care (for) => φροντίδα
- care and feeding => Φροντίδα και σίτιση
- care package => πακέτο φροντίδας
- care packages => Δέματα περίθαλψης
- cared (for) => φρόντιζε (για)
Definitions and Meaning of carbines in English
carbines
a light short-barreled repeating rifle that is used as a supplementary military arm or for hunting in dense brush, a light short-barreled rifle, a short-barreled lightweight firearm originally used by cavalry
FAQs About the word carbines
Καραμπίνες
a light short-barreled repeating rifle that is used as a supplementary military arm or for hunting in dense brush, a light short-barreled rifle, a short-barrele
αρκεβούζιο,αυτόματος,Μπλάντερμπους,οπισθογεμή,καριοφίλια,πυροβόλα όπλα με πυρόλιθο,πολυβόλα,Πολυβόλα,Μπαρουτοπιστόλους,τυφέκια
No antonyms found.
caravels => Καραβέλες, caravanserais => καραβάνσαρα, caravans => τροχόσπιτα, caravanned => Ταξίδεψαν σε αυτοκινητοπομπή, caravaning => καραβάν,