Greek Meaning of car port
Στεγασμένος χώρος στάθμευσης
Other Greek words related to Στεγασμένος χώρος στάθμευσης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of car port
- car pool => Ομαδικήμετακίνηση
- car part => ανταλλακτικό αυτοκινήτου
- car park => Χώρος στάθμευσης
- car mirror => εξωτερικός καθρέφτης αυτοκινήτου
- car mileage => Τα χιλιόμετρα του αυτοκινήτου
- car mile => χιλιόμετρο αυτοκινήτου
- car manufacturer => Κατασκευαστής αυτοκινήτων
- car maker => Κατασκευαστής αυτοκινήτων
- car loan => δάνειο αυτοκινήτου
- car insurance => Ασφάλιση αυτοκινήτου
- car race => αγώνας αυτοκινήτων
- car racing => Αγώνες αυτοκινήτων
- car rental => Ενοικίαση αυτοκινήτων
- car seat => Παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου
- car sickness => Ναυτία κίνησης
- car tire => ελαστικό αυτοκινήτου
- car traffic => κυκλοφορία αυτοκινήτων
- car train => Αυτοκινητάμαξα
- car transporter => Μεταφορέας αυτοκινήτων
- car wheel => Τροχός αυτοκινήτου
Definitions and Meaning of car port in English
car port (n)
garage for one or two cars consisting of a flat roof supported on poles
FAQs About the word car port
Στεγασμένος χώρος στάθμευσης
garage for one or two cars consisting of a flat roof supported on poles
No synonyms found.
No antonyms found.
car pool => Ομαδικήμετακίνηση, car part => ανταλλακτικό αυτοκινήτου, car park => Χώρος στάθμευσης, car mirror => εξωτερικός καθρέφτης αυτοκινήτου, car mileage => Τα χιλιόμετρα του αυτοκινήτου,