Greek Meaning of capillose
τριχωτός
Other Greek words related to τριχωτός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of capillose
- capilliform => τριχωτός
- capillature => τρίχες
- capillation => τριχοειδία
- capillary vessel => Τριχοειδές αγγείο
- capillary vein => Τριχοειδή
- capillary tubing => Τριχοειδής σωλήνας
- capillary tube => Τριχοειδής σωλήνας
- capillary fracture => Τριχοειδές κάταγμα
- capillary bed => Δίκτυο τριχοειδών
- capillary artery => Αρτηριακό τριχοειδές αγγείο
- capistrate => ευνουχισμένος
- capita => κεφαλαίο
- capital => Κεφάλαιο
- capital account => Λογαριασμός κεφαλαίου
- capital cost => κεφαλαιουχικό κόστος
- capital expenditure => Δαπάνες κεφαλαίου
- capital gain => Κέρδος κεφαλαίου
- capital gains tax => Φόρος κερδών κεφαλαίου
- capital letter => Κεφαλαίο γράμμα
- capital levy => Φόρος κέρδους κεφαλαίου
Definitions and Meaning of capillose in English
capillose (a.)
Having much hair; hairy.
FAQs About the word capillose
τριχωτός
Having much hair; hairy.
No synonyms found.
No antonyms found.
capilliform => τριχωτός, capillature => τρίχες, capillation => τριχοειδία, capillary vessel => Τριχοειδές αγγείο, capillary vein => Τριχοειδή,