Greek Meaning of capillation
τριχοειδία
Other Greek words related to τριχοειδία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of capillation
- capillary vessel => Τριχοειδές αγγείο
- capillary vein => Τριχοειδή
- capillary tubing => Τριχοειδής σωλήνας
- capillary tube => Τριχοειδής σωλήνας
- capillary fracture => Τριχοειδές κάταγμα
- capillary bed => Δίκτυο τριχοειδών
- capillary artery => Αρτηριακό τριχοειδές αγγείο
- capillary action => Τριχοειδής δύναμη
- capillary => Τριχοειδής
- capillarity => Τριχοειδής αγωγιμότητα
Definitions and Meaning of capillation in English
capillation (n.)
A capillary blood vessel.
FAQs About the word capillation
τριχοειδία
A capillary blood vessel.
No synonyms found.
No antonyms found.
capillary vessel => Τριχοειδές αγγείο, capillary vein => Τριχοειδή, capillary tubing => Τριχοειδής σωλήνας, capillary tube => Τριχοειδής σωλήνας, capillary fracture => Τριχοειδές κάταγμα,