Greek Meaning of canebrake
καλαμιώνας
Other Greek words related to καλαμιώνας
Nearest Words of canebrake
- canebrake rattler => Kροταλίας ο διαμαντοειδής
- canebrake rattlesnake => Κροταλίας της ζαχαροκαλαμιάς
- canecutter => ζαχαροκάλαμου κοπτικό μηχάνημα
- caned => μπαστούνι
- canella => Κανέλα
- canella bark => Κανέλα
- canella family => οικογένεια Canella
- canella winterana => κανέλα
- canella-alba => κανέλα
- canellaceae => Κανέλλες
Definitions and Meaning of canebrake in English
canebrake (n)
a dense growth of cane (especially giant cane)
canebrake (n.)
A thicket of canes.
FAQs About the word canebrake
καλαμιώνας
a dense growth of cane (especially giant cane)A thicket of canes.
θάμνοι,δασύλλιο,δάσος,Φρένο,θάμνοι,θάμνος,θαμνώδης βλάστηση,Θάμνος,κοπρίτης,δάσος (dasos)
No antonyms found.
cane sugar => Ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο, cane reed => Καλάμι, cane blight => Σήψη καλαμιών, cane => μπαστούνι, candyweed => Ζαχαρούχο,