Greek Meaning of cairned
λιθόκτιστο
Other Greek words related to λιθόκτιστο
Nearest Words of cairned
Definitions and Meaning of cairned in English
cairned (a)
marked by cairns
FAQs About the word cairned
λιθόκτιστο
marked by cairns
λόφος,βουνό,σωρός,Στοίβα,τράπεζα,καρότσι,Πετεινός,συλλογή,αντιστήριγμα,στοίβα
No antonyms found.
cairn terrier => Κερν Τεριέ, cairn => Σωρός, cairina moschata => Βαρβαρόπαπια, cairina => Κάιρινα, cairene => κάιρον,