Greek Meaning of bowman
Τοξότης
Other Greek words related to Τοξότης
Nearest Words of bowman
- bowl-shaped => σε σχήμα μπολ
- bowls => μπολ
- bowl-legged => Βλαισός
- bowling shoe => παπούτσι για μπόουλινγκ
- bowling score => σκορ στο μπόουλινγκ
- bowling pin => κέγλος
- bowling league => Σύνδεσμος μπόουλινγκ
- bowling green => Μπόουλινγκ Γκριν
- bowling equipment => εξοπλισμός μπόουλινγκ
- bowling ball => μπάλα του μπόουλινγκ
Definitions and Meaning of bowman in English
bowman (n)
a person who is expert in the use of a bow and arrow
bowman (n.)
A man who uses a bow; an archer.
The man who rows the foremost oar in a boat; the bow oar.
FAQs About the word bowman
Τοξότης
a person who is expert in the use of a bow and arrowA man who uses a bow; an archer., The man who rows the foremost oar in a boat; the bow oar.
πηδαλιούχος,Μέλος του πληρώματος,κουπί,κωπηλάτης,Κωπηλάτης,Σκαφίτης,γενναιόδωρος,ναυτικός,ναυτίλος,Κωπηλάτης
No antonyms found.
bowl-shaped => σε σχήμα μπολ, bowls => μπολ, bowl-legged => Βλαισός, bowling shoe => παπούτσι για μπόουλινγκ, bowling score => σκορ στο μπόουλινγκ,