FAQs About the word blin

μπλιν

To stop; to cease; to desist., Cessation; end.

Τηγανίτες,Κρέπα,Κρέπα,Μπλίντς,βρώμης κέικ,τηγανίτα,Βάφλα,Σιταρένιο κέικ

No antonyms found.

blimpish => Φουσκωμένος, blimp => αερόπλοιο, blimbing => Μπιλίμπι, blimbi => Μπιλίμπι, blighty wound => Ελαφρύ τραύμα,