Greek Meaning of bipunctual
διπλοστιγματίας
Other Greek words related to διπλοστιγματίας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bipunctual
- bipupillate => διπλόκορος
- bipyramidal => διπυραμιδικός
- biquadrate => τετραγωνικός
- biquadratic => τετραγωνική
- biquadratic equation => Τετραγωνική εξίσωση
- biquadratic polynomial => Δεύτερης τάξης πολυώνυμο
- biquintile => Διπλή Πενταμοιρία
- biracial => διφυής
- biradial => διπλά ακτινικό
- biradially => Διπλής ακτινικής κατεύθυνσης
Definitions and Meaning of bipunctual in English
bipunctual (a.)
Having two points.
FAQs About the word bipunctual
διπλοστιγματίας
Having two points.
No synonyms found.
No antonyms found.
bipunctate => δίμυαλος, biprism => Δίπρισμα, bipontine => Δίπορτος, bipont => bipont, bipolarity => Διπολικότητα,