Greek Meaning of biopsy
βιοψία
Other Greek words related to βιοψία
Nearest Words of biopsy
- biopsychic => βιοψυχικός
- biopsychical => Βιοψυχικός
- bioremediation => Βιοαποκατάσταση
- biorgan => βιοργανικό
- biosafety => Βιοασφάλεια
- biosafety level => επίπεδο βιοασφάλειας
- biosafety level 1 => Επίπεδο βιοασφάλειας 1
- biosafety level 2 => Επίπεδο βιοασφάλειας 2
- biosafety level 3 => Επίπεδο βιοασφάλειας 3
- biosafety level 4 => επίπεδο βιοασφάλειας 4
Definitions and Meaning of biopsy in English
biopsy (n)
examination of tissues or liquids from the living body to determine the existence or cause of a disease
FAQs About the word biopsy
βιοψία
examination of tissues or liquids from the living body to determine the existence or cause of a disease
Βιβιοτομία
Νεκροψία,νεκροψία,ανατομία,νεκροψία,Νεκροψία
bioplastic => Βιοπλαστικό, bioplast => Βιοπλαστικό, bioplasmic => Βιοπλασμικός, bioplasm => Βιοπλάσμα, biopiracy => Βιοπειρατεία,