FAQs About the word bepaint

βάφω

To paint; to cover or color with, or as with, paint.

χρώμα,βαφή,Χρώμα,κηλίδα,απόχρωση,φωτίζω,σκουraίνει,Χρωστική,Βάμμα,Απόχρωση

χλωρίνη,λεύκανση,ζεμάτισμα,αποχρωματίζω

beowulf => Μπέογουλφ, beograd => Βελιγράδι, benzylpenicillin => Βενζυλοπενικιλλίνη, benzylic => βενζυλικός, benzyl radical => Βενζυλική ρίζα,