FAQs About the word bear on

φέρνω

be relevant to, have an effect upon, press, drive, or impel (someone) to action or completion of an action, keep or maintain in unaltered condition; cause to re

υποβάλω αίτηση (για),αφορά,παραπέμπω σε,συσχετίζομαι με,επηρεάζω,Ανήκω,ανησυχία,εμπλέκω,αγγίζω

No antonyms found.

bear off => [Beəɹ ɔːf], bear oak => Δρυς η φελλωειδης, bear market => Άρκτο-αγορά, bear in mind => να το έχετε υπ 'όψιν, bear hug => Αρκουδίτσα αγκαλιά,