FAQs About the word bear (on)

ανέχομαι

to have an effect on (something), to apply or relate to (something)

υποβάλω αίτηση (για),αφορά,παραπέμπω σε,συσχετίζομαι με,επηρεάζω,Ανήκω,ανησυχία,εμπλέκω,αγγίζω

No antonyms found.

bear (down) => πιέζω (κάτω), bear (down on) => πατήστε (πάνω), beans => φασόλια, beaning => χτύπημα, beanery => καφενείο,