FAQs About the word arriver

φτάνω

someone who arrives (or has arrived)One who arrives.

εμφανίζω,έλα,αποβιβάζω,μπες,περάσω,γη,φτάνω,εμφανίζομαι,εμφανίζονται,αεράκι (μέσα)

πηγαίνω,αφήνω,έλεγχος έξω,Τρέπω σε φυγή,βγαίνω (από τη δουλειά),φεύγω

arrivederci => αντίο, arrived => έφτασε, arrive at => φτάνω σε, arrive => : φτάνω, arrivance => άφιξη,