Greek Meaning of aristulate
aristulate
Other Greek words related to aristulate
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of aristulate
- aristotype => Αριστότυπος
- aristotle's lantern => Φανός του Αριστοτέλη
- aristotle => Αριστοτέλης
- aristotelic => αριστοτελικός
- aristotelianism => Αριστοτελισμός
- aristotelian logic => αριστοτελική λογική
- aristotelian => αριστοτελικός
- aristotelia serrata => Aristotelia serrata
- aristotelia racemosa => Αριστοτέλεια η βοτρυώδης
- aristotelia => Αριστοτελισμός
- arithmancy => Αριθμομαντεία
- arithmetic => αριθμητική
- arithmetic mean => Αριθμητικός μέσος όρος
- arithmetic operation => Αριθμητική πράξη
- arithmetic progression => Αριθμητική πρόοδος
- arithmetical => αριθμητικός
- arithmetically => αριθμητικά
- arithmetician => αριθμητικός
- arithmomancy => Αριθμομαντεία
- arithmometer => αριθμόμετρο
Definitions and Meaning of aristulate in English
aristulate (a.)
Having a short beard or awn.
FAQs About the word aristulate
Definition not available
Having a short beard or awn.
No synonyms found.
No antonyms found.
aristotype => Αριστότυπος, aristotle's lantern => Φανός του Αριστοτέλη, aristotle => Αριστοτέλης, aristotelic => αριστοτελικός, aristotelianism => Αριστοτελισμός,