Greek Meaning of antlered
κέρατο
Other Greek words related to κέρατο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of antlered
- antler moth => Κάμπια της βελανιδιάς
- antler => κέρατος
- antizymotic => Αντιζυμωτικό
- antizymic => αντιενζυματικό
- anti-war movement => αντιπολεμικό κίνημα
- antivivisectionist => αντιβιοβιβίσκος
- antivivisection => Αντιβιαιοτομία
- anti-virus program => Πρόγραμμα προστασίας από ιούς
- antiviral drug => Αντιϊικό φάρμακο
- antiviral agent => αντιικό φάρμακο
Definitions and Meaning of antlered in English
antlered (s)
having antlers
antlered (a.)
Furnished with antlers.
FAQs About the word antlered
κέρατο
having antlersFurnished with antlers.
No synonyms found.
No antonyms found.
antler moth => Κάμπια της βελανιδιάς, antler => κέρατος, antizymotic => Αντιζυμωτικό, antizymic => αντιενζυματικό, anti-war movement => αντιπολεμικό κίνημα,