FAQs About the word antiputrescent

αντισηπτικό

Counteracting, or preserving from, putrefaction; antiseptic.

No synonyms found.

No antonyms found.

antiputrefactive => αντισηπτικό, antiptosis => αντιπτώση, antipsychotic drug => Αντιψυχωσικό φάρμακο, antipsychotic agent => Αντιψυχωσικό φάρμακο, antipsychotic => αντιψυχωσικό,