Greek Meaning of anchorable
αγκυροβολημένος
Other Greek words related to αγκυροβολημένος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of anchorable
- anchor watch => Επόπτης της άγκυρας
- anchor space => χώρος αγκυροβόλησης
- anchor shot => πλάνο αγκυροβόλησης
- anchor rope => αγκυροδέτη
- anchor ring => Δακτύλιος άγκυρας
- anchor light => Φως αγκυροβολίας
- anchor escapement => αγκυροειδής σκαπούνισμα
- anchor chain => Αλυσίδα άγκυρας
- anchor => άγκυρα
- ancestry => καταγωγή (katagogí)
Definitions and Meaning of anchorable in English
anchorable (a.)
Fit for anchorage.
FAQs About the word anchorable
αγκυροβολημένος
Fit for anchorage.
No synonyms found.
No antonyms found.
anchor watch => Επόπτης της άγκυρας, anchor space => χώρος αγκυροβόλησης, anchor shot => πλάνο αγκυροβόλησης, anchor rope => αγκυροδέτη, anchor ring => Δακτύλιος άγκυρας,