Greek Meaning of alveolar ectasia
Εκτασία κυψελίδων
Other Greek words related to Εκτασία κυψελίδων
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of alveolar ectasia
- alveolar point => Ακρογωνιακό σημείο
- alveolar process => Αλβεολική απόφυση
- alveolar resorption => οδοντική φατνιακή απορρόφηση
- alveolar rhabdomyosarcoma => Αλβεολικό ραβδομυοσάρκωμα
- alveolar rhabdosarcoma => Αλβεολικό ραβδομυοσάρκωμα
- alveolar ridge => φραγμός της γνάθου
- alveolary => κυψελιδικός
- alveolate => κυψελώδης
- alveole => κυψελίδα
- alveoli => Αλβεόλια
Definitions and Meaning of alveolar ectasia in English
alveolar ectasia (n)
abnormal enlargement of the air sacs in the lungs
FAQs About the word alveolar ectasia
Εκτασία κυψελίδων
abnormal enlargement of the air sacs in the lungs
No synonyms found.
No antonyms found.
alveolar consonant => Ουρανικός σύμφωνος, alveolar bed => Φρεάτιο δόντιου, alveolar artery => Πνευμονική αρτηρία, alveolar arch => κυψελιδική αψίδα, alveolar => κυψελιδοειδής,