Greek Meaning of alveated
κυψελοειδής
Other Greek words related to κυψελοειδής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of alveated
- alvei => Αλόη βέρα
- alveolar => κυψελιδοειδής
- alveolar arch => κυψελιδική αψίδα
- alveolar artery => Πνευμονική αρτηρία
- alveolar bed => Φρεάτιο δόντιου
- alveolar consonant => Ουρανικός σύμφωνος
- alveolar ectasia => Εκτασία κυψελίδων
- alveolar point => Ακρογωνιακό σημείο
- alveolar process => Αλβεολική απόφυση
- alveolar resorption => οδοντική φατνιακή απορρόφηση
Definitions and Meaning of alveated in English
alveated (a.)
Formed or vaulted like a beehive.
FAQs About the word alveated
κυψελοειδής
Formed or vaulted like a beehive.
No synonyms found.
No antonyms found.
alveary => Κυψέλη, alvearies => κυψέλες, alvar aalto => Άλβαρ Άαλτο, alutation => Χαιρετισμός, alutaceous => δερματώδης,