Greek Meaning of alaska native
Γηγενής της Αλάσκας
Other Greek words related to Γηγενής της Αλάσκας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of alaska native
- alaska peninsula => Χερσόνησος της Αλάσκας
- alaska range => Οροσειρά της Αλάσκας
- alaska rein orchid => Ορχιδέα του δάσους
- alaska standard time => Ώρα Αλάσκας
- alaskan => αλλοσκός
- alaskan brown bear => Αρκούδα γκρίζλι Αλάσκας
- alaskan king crab => Βασιλικός κάβουρας της Αλάσκας
- alaskan malamute => Αλάσκαν Μάλαμουτ
- alaskan native => Εγγενής της Αλάσκας
- alaskan pipeline => Αγώγιπε αργού πετρελαίου της Αλάσκας
Definitions and Meaning of alaska native in English
alaska native (n)
a member or descendant of any of the aboriginal peoples of Alaska
FAQs About the word alaska native
Γηγενής της Αλάσκας
a member or descendant of any of the aboriginal peoples of Alaska
No synonyms found.
No antonyms found.
alaska king crab => Βασιλικό καβούρι της Αλάσκας, alaska fur seal => Πούμα της Αλάσκας, alaska crab => Καβούρι της Αλάσκας, alaska cod => Μπακαλιάρος Αλάσκας, alaska cedar => Έλατο της Αλάσκας,