Greek Meaning of affirmance
επιβεβαίωση
Other Greek words related to επιβεβαίωση
Nearest Words of affirmance
Definitions and Meaning of affirmance in English
affirmance (n.)
Confirmation; ratification; confirmation of a voidable act.
A strong declaration; affirmation.
FAQs About the word affirmance
επιβεβαίωση
Confirmation; ratification; confirmation of a voidable act., A strong declaration; affirmation.
ισχυρίζομαι,προτείνω,Αίτηση,διαγωνίζομαι,_δηλώνω_,επιμένω,συντηρώ,ανακοινώνω,διαφωνώ,μέσος όρος
εγκαταλείπω,αρνούμαι,απορρίπτω,πρόκληση,αρνούμαι,αποκήρυξη,διαψεύδω,διαμάχη,διαψεύδω,αρνούμαι
affirmable => επιβεβαιώσιμος, affirm => Επιβεβαιώνω, affinity => συγγένεια, affinitive => συγγενής, affinities => συγγένειες,