FAQs About the word aerose

αερο-

Of the nature of, or like, copper; brassy.

No synonyms found.

No antonyms found.

aeroscopy => αεροσκοπία, aeroscope => βαρόμετρο, aeroplanist => Αεροπλάνο, aeroplane => αεροπλάνο, aerophyte => Επιφυτικό φυτό,