Greek Meaning of acute brain disorder
οξεία διαταραχή εγκεφάλου
Other Greek words related to οξεία διαταραχή εγκεφάλου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of acute brain disorder
- acute gastritis => Οξεία γαστρίτιδα
- acute glaucoma => Οξύ γλαύκωμα
- acute glossitis => Οξεία γλωσσίτιδα
- acute hemorrhagic encephalitis => Οξύ αιμορραγικό εγκεφαλίτιδα
- acute inclusion body encephalitis => Οξεία εγκεφαλίτιδα με ενδοκυτταρικές εγκλείσεις
- acute kidney failure => Οξεία νεφρική ανεπάρκεια
- acute leukemia => Οξεία μυελοειδής λευχαιμία
- acute lymphoblastic leukemia => οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
- acute lymphocytic leukemia => Οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- acute myelocytic leukemia => Οξεία μυελογενής λευχαιμία
Definitions and Meaning of acute brain disorder in English
acute brain disorder (n)
any disorder (as sudden confusion or disorientation) in an otherwise normal person that is due to reversible (temporary) impairment of brain tissues (as by head injuries or drugs or infection)
FAQs About the word acute brain disorder
οξεία διαταραχή εγκεφάλου
any disorder (as sudden confusion or disorientation) in an otherwise normal person that is due to reversible (temporary) impairment of brain tissues (as by head
No synonyms found.
No antonyms found.
acute anterior poliomyelitis => Οξεία πρόσθια πολιομυελίτιδα, acute angle => Οξεία γωνία, acute accent => οξεία, acute => οξύς, acutangular => Οξύγωνος,