Greek Meaning of actinomere
ακτινομερές
Other Greek words related to ακτινομερές
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of actinomere
- actinomeris => ακτινομερίς
- actinomeris alternifolia => Ακτινομερίς η εναλλάσσουσα
- actinometer => Ακτινόμετρο
- actinometric => ακτινομετρικός
- actinometrical => ακτινομετρικός
- actinometry => Ακτινομέτρηση
- actinomorphic => Ακτινόμορφος
- actinomorphous => ακτινομορφικός
- actinomyces => ακτινομύκητες
- actinomycetaceae => Ακτινομυκητοειδή
Definitions and Meaning of actinomere in English
actinomere (n.)
One of the radial segments composing the body of one of the Coelenterata.
FAQs About the word actinomere
ακτινομερές
One of the radial segments composing the body of one of the Coelenterata.
No synonyms found.
No antonyms found.
actinology => Ακτινολογία, actinolitic => ακτινολιθικός, actinolite => Ακτινόλιθος, actinoid => ακτινοειδή, actinograph => Ακτινογράφος,