Greek Meaning of acrotomous
Ακρότομος
Other Greek words related to Ακρότομος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of acrotomous
- acrylamide => ακρυλαμίδιο
- acrylate => Ακρυλικό
- acrylate resin => Ακρυλική ρητίνη
- acrylic => ακρυλικό
- acrylic acid => Ακρυλικό οξύ
- acrylic fiber => Ακρυλικές ίνες
- acrylic paint => Ακρυλικό χρώμα
- acrylic resin => Ακρυλική ρητίνη
- acrylonitrile => Ακρυλονιτρίλιο
- acrylonitrile-butadiene-styrene => ακρυλονιτρίλιο-βουταδιένιο-στυρένιο
Definitions and Meaning of acrotomous in English
acrotomous (a.)
Having a cleavage parallel with the base.
FAQs About the word acrotomous
Ακρότομος
Having a cleavage parallel with the base.
No synonyms found.
No antonyms found.
acrotism => ακρωτισμός, acrotic => ακρωτικός, acroterium => Ακρωτήριο, acroterial => ακρωτήριο, acroteria => ακρωτήριο,