Greek Meaning of absistence
εγκράτεια
Other Greek words related to εγκράτεια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of absistence
- absolute => απόλυτος
- absolute alcohol => απόλυτη αλκοόλη
- absolute ceiling => Απόλυτο ανώτατο όριο
- absolute frequency => Απόλυτη συχνότητα
- absolute magnitude => απόλυτο μέγεθος
- absolute majority => απόλυτη πλειοψηφία
- absolute pitch => Απόλυτη ακοή
- absolute scale => Απόλυτη κλίμακα
- absolute space => Απόλυτος χώρος
- absolute temperature => Απόλυτη θερμοκρασία
Definitions and Meaning of absistence in English
absistence (n.)
A standing aloof.
FAQs About the word absistence
εγκράτεια
A standing aloof.
No synonyms found.
No antonyms found.
absist => απέχω, absis => αψίδα, absinthium => αψιθιά, absinthism => Αβσινθισμός, absinthin => αψέντι,